- σκυλομούτρης
- -α, -ικο, θηλ. και -ισσα, Νσκυλομούρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -μούτρης (< μούτρο), πρβλ. κακο-μούτρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυλομούρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει πολύ άσχημο πρόσωπο το οποίο μοιάζει με τού σκύλου, σκυλομούτρης, σκυλομούτσουνος 2. μτφ. αυτός που διακρίνεται για την θρασύτητα και την αναίδειά του, σκυλόμουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + μούρης (< μούρη), πρβλ.… … Dictionary of Greek